- προνοητικά
- προνοητικόςprovidentneut nom/voc/acc plπρονοητικά̱ , προνοητικόςprovidentfem nom/voc/acc dualπρονοητικά̱ , προνοητικόςprovidentfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνοητικάς — προνοητικά̱ς , προνοητικός provident fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
προθεωρητικός — ή, όν, ΜΑ [προθεωρῶ] προνοητικός. επίρρ... προθεωρητικῶς Α προνοητικά … Dictionary of Greek
προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… … Dictionary of Greek
ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… … Православная энциклопедия